
Κώστας Καρυωτάκης: Σχεδόν έναν αιώνα δίχως την ελεγεία του
Ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας το 1896 και απεβίωσε στην Πρέβεζα το 1928, σε ηλικία 32 ετών. Σπούδασε στην Νομική Σχολή της Αθήνας και για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Η ζωή του συνοδεύτηκε από πλείστες μεταθέσεις, στην Σύρο, την Άρτα, την Θεσσαλονίκη κ.ά. Το 1928 θα λάβει δυσμενή μετάθεση στην Πάτρα και μετέπειτα στην Πρέβεζα, οι τελευταίες αποσπάσεις του μεθοδεύτηκαν από τους ανωτέρους του λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης. Ο Καρυωτάκης διέμεινε στην Πρέβεζα για 32 μέρες, δουλεύοντας στην Νομαρχία της Πρέβεζας. Στις 21 Ιουλίου του 1928 θα βάλει τέλος στη ζωή του, αφήνοντας μια αποχαιρετιστήρια επιστολή η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν προκάλεσε έναν έντονο κύκλο συζητήσεων που συνδέονταν λιγότερο με την απαισιόδοξη ιδιοσυγκρασία του Καρυωτάκη και περισσότερο με τις πολιτικές του πεποιθήσεις για τον χώρο εργασίας του.
Ο Καρυωτάκης υπήρξε ένας σημαντικός ποιητής του μεσοπολέμου, ο οποίος δέχθηκε μεγάλη επιρροή από τους προκατόχους του, τον Κωστή Παλαμά και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Στο σύντομο βίο του εξέδωσε τρείς ποιητικές συλλογές: «Ο Πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921) και «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927). Στα έργα του συγκαταλέγεται και το σατυρικό περιοδικό «Η γάμπα» το οποίο εξέδωσε το 1919 και απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Στην ποίηση του αποτυπώνεται το πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο της εποχής του: Οι εθνικές και συλλογικές ήττες, (με πιο τραυματική, την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922), αλλά και οι ατομικές ήττες του ατόμου που συναντούν και ενίοτε διαπλέκονται με τις κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες της νεότερης Ελλάδας (πολιτική διαφθορά, φτώχεια, αναξιοκρατία κ.ά.). Ο λόγος του Καρυωτάκη είναι οξυδερκής, σατυρικός, περιπαικτικός και απαισιόδοξος, στα ποιήματα του συνήθιζε να στηλιτεύει τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, προσδίδοντας στην ποίηση του κοινωνική διάσταση.
Ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος θα αφιερώσει ένα εκτενές πεζό ποίημα για τον Κώστα Καρυωτάκη.
«Όταν οι ευκάλυπτοι θροϊζουν στις αλέες», 1964
[...] Οσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: "Ντόρτια!... Δυάρες!...Εξάρες!..." όσοι, λέγω, σ' αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο ψύχος του χειμώνος τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι -- μην τον ξεχνάτε.
Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες --Πρεβέζης, Αθηνών, Πατρών-- πάντα η ψυχή του θα πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόι βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις --ω, ειρωνία-- απο θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε -- είχε, μα απο σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής ή φόβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη, ή να τα ονομάση, αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα οράματά του τα απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω από την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος. [...]
[...] Μη πείτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ' τους θεούς, όπως και η δάφνη.
Μη τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς του Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μη τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις ― είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης. [...]
Αθήνα, 9.12.1964
Φωτογραφία: Μαρία Γεωργιάδου. Προτομή του Κώστα Καρυωτάκη στην πλατεία Δαρδανελίων, λίγα μέτρα απο το σπίτι που διέμεινε.
Βίντεο: Ντοκιμαντέρ "Εποχές και συγγραφείς". Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη
Επιλογή ποιημάτων
Φθορά
Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.
Δημόσιοι υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα ’ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν).
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τῃ παρούσῃ αλληλογραφίᾳ
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τούς απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια “ελλειπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“Υπάρχω;” λες, κ' ύστερα “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Υποθήκαι
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.

